Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νότσικα — η βλ. νότζικα … Dictionary of Greek
νότζικα — και νότσικα και νόζικα, η είδος μεγάλου μαχαιριού που χρησιμοποιείται από τους ναύτες και από τους δύτες για να κόβουν τα σφουγγάρια από τον βυθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. nojik] … Dictionary of Greek