νότσικα

νότσικα
η см. νό(τ)ζικα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "νότσικα" в других словарях:

  • νότσικα — η βλ. νότζικα …   Dictionary of Greek

  • νότζικα — και νότσικα και νόζικα, η είδος μεγάλου μαχαιριού που χρησιμοποιείται από τους ναύτες και από τους δύτες για να κόβουν τα σφουγγάρια από τον βυθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. nojik] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»